- ὠκυδίνητος
- ὠκυ-δίνητος [ῑ], [dialect] Dor. [suff] ὠκύ-ᾱτος, ον,A quick-whirling,
ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωκυδίνητος — και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, ον, Α αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ δίνητος] … Dictionary of Greek
ὠκυδινάτοις — ὠκυδινά̱τοις , ὠκυδίνητος quick whirling masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)